- ἐννῆμαρ
- ἐννῆμαρfor nine daysindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εννήμαρ — ἐννήμαρ (Α) επίρρ. επί εννέα ημέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ήμαρ «ημέρα», με συναίρεση ή, κατ άλλους, < *ενF *ήμαρ < θ. ενF (βλ. εννέα) + ήμαρ] … Dictionary of Greek
ήμαρ — ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α) 1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. (ως επίρρ.) ἦμαρ κατά τη διάρκεια τής ημέρας 3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» μεσημέρι β) «δείελον ἦμαρ» δειλινό γ) «ἐπ ἤματι» i) καθημερινά ii) κατά το διάστημα τής ημέρας… … Dictionary of Greek
ενενήκοντα — και ενενήντα οι, αι, τα (AM ἐνενήκοντα) (άκλ. αριθμτ.) ποσότητα εννέα δεκάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αριθμητικό επίθετο ενενήκοντα < *εναν ήκοντα, με αφομοίωση τού α από το ε και αναλογική επίδραση τών τύπων σε ήκοντα (πρβλ. εβδομ ήκοντα, πεντ ήκοντα)… … Dictionary of Greek
κήλον — κῆλον, τὸ (Α) 1. το ξύλο, το στέλεχος τού βέλους 2. το βέλος («ἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ὤχετο κῆλα θεοῑο», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «κῆλα νεῶν» α) ξύλα, ξυλεία για κατασκευή πλοίων β) συνεκδ. τα πλοία 4. μτφ. «φόρμιγγος κῆλα» τα ξύλα τής φόρμιγγας, η… … Dictionary of Greek
οίχομαι — οἴχομαι και οἰχέομαι και συνηρ. τ. οἰχεῡμαι (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι (α. «κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντη ὀτρύνων μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ. β. «οἴχηται φεύγων» έφυγε και χάθηκε γ. «ὤχετ εὐθὺς ἀπιών» έφυγε και πάει, έφυγε τρέχοντας δ. «ἐκπέφευγ , οἴχεται… … Dictionary of Greek
e-neue̯ n, neun̯ ,̥ enun̯ ̥ — e neue̯ n, neun̯ ,̥ enun̯ ̥ English meaning: nine Deutsche Übersetzung: “neun” Note: Root e neu̯en, neu̯n̥, enu̯n̥ (*henekʷt ): “nine” was created as a compound of Root neu̯os, i̯os : “new” + Root ok̂tō(u) : “eight”. Material … Proto-Indo-European etymological dictionary